κοινωφελεῖς

κοινωφελεῖς
κοινωφελής
of common utility
masc/fem acc pl
κοινωφελής
of common utility
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ατέλεια — Απαλλαγή από οικονομικές επιβαρύνσεις, πολύ διαδεδομένη στην αρχαία Ελλάδα, εκτός μάλλον από τη Θήβα και τη Σπάρτη. Απονεμόταν σε πολίτες της χώρας ή και σε ξένους υπηκόους και μπορούσε να είναι προσωπική ή και κληρονομική. Δινόταν συνήθως ως… …   Dictionary of Greek

  • διοίκηση — Κάθε δραστηριότητα που αναπτύσσουν τα άτομα και οι διάφοροι δημόσιοι ή ιδιωτικοί οργανισμοί για τη συστηματική και συνεπή διεύθυνση και διαχείριση των υποθέσεών τους. Ωστόσο, σήμερα o όρος τείνει να χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για τις… …   Dictionary of Greek

  • εθνικοποίηση — Το σύνολο των μέτρων με τα οποία παραγωγικές επιχειρήσεις ή και ολόκληροι τομείς της οικονομίας περιέρχονται υπό την κυριότητα και τον έλεγχο του κράτους. Ο όρος είναι δημιούργημα της σύγχρονης εποχής και χρησιμοποιείται με πολλές παραπλήσιες… …   Dictionary of Greek

  • φιλανθρωπικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φιλανθρωπία, αυτός που διαπνέεται από φιλανθρωπία, αγαθοεργός 2. φρ. α) «φιλανθρωπικό ίδρυμα» νομικό και κοινωνικό όργανο, υπό τη μορφή αυτόνομου οργανισμού, μέσω τού οποίου χρησιμοποιείται για… …   Dictionary of Greek

  • Βαλλιάνος — I Επώνυμο οικογένειας από τις Κεραμειές της Κεφαλονιάς, της οποίας μέλη, μεγαλέμποροι και τραπεζίτες, διακρίθηκαν ως εθνικοί ευεργέτες τον 19o αι. 1. Ανδρέας (1827 – Μασσαλία 1887). Ίδρυσε υποκαταστήματα του εμπορικού οίκου των Β. στην… …   Dictionary of Greek

  • Βενιζέλου, Έλενα — (Αγγλία 1875 – 1960).Δεύτερη σύζυγος του Ελευθέριου Βενιζέλου. Γεννήθηκε στην Αγγλία, αλλά καταγόταν από τη Χίο. Το πατρικό της επώνυμο ήταν Σκυλίτση. Παντρεύτηκαν στο Λονδίνο το 1921. Τόσο πριν από τον γάμο της όσο και μετά προσέφερε πολλά σε… …   Dictionary of Greek

  • ευεργέτες, εθνικοί — Ονομάζονται ε.ε. εκείνοι οι εύποροι Έλληνες, οι οποίοι από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και μετά δαπάνησαν ή κληροδότησαν το σύνολο ή μεγάλο μέρος της περιουσίας τους για κοινωφελείς σκοπούς, συμβάλλοντας έτσι σημαντικά στην πνευματική… …   Dictionary of Greek

  • Κοργιαλένιος, Μαρίνος — (Αργοστόλι 1830 – Λονδίνο 1911). Εθνικός ευεργέτης. Σε νεαρή ηλικία εργάστηκε σε εμπορικούς οίκους της Σμύρνης και της Οδησσού και αργότερα δημιούργησε δικές του εμπορικές επιχειρήσεις (Λονδίνο 1859, Μασσαλία 1863). Το 1872 εγκαταστάθηκε μόνιμα… …   Dictionary of Greek

  • Μανολάκης, Καστοριανός — (17ος αι.). Πλούσιος έμπορος. Καταγόταν από την Καστοριά. Μπορεί να θεωρηθεί ο πρώτος Έλληνας ο οποίος δικαιούται τον τίτλο του εθνικού ευεργέτη. Υπάρχουν ελάχιστες πληροφορίες για τη ζωή του. Εμφανίστηκε το 1660 στην Κωνσταντινούπολη ως… …   Dictionary of Greek

  • Παπάς, Εμμανουήλ — (Δοβίστα 1772 – Ύδρα 1821). Έμπορος και πατριώτης από τη Δοβίστα (σημερινό Παπά) των Σερρών, μέλος της Φιλικής Εταρείας και πρωτεργάτης της επανάστασης της Χαλκιδικής και του Αγίου Όρους κατά το 1821 Στις αρχές ήδη του 19ου αι. έχει αποκτήσει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”